- ωρολόγος
- ὁ, ΑΑιγύπτιος αστρολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὡρολόγοις — ὡρόλογος an Egyptian astrologer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρολόγους — ὡρόλογος an Egyptian astrologer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek